- (ε)μποδίζω
- (ε)μποδίζωεμπόδισα, (ε)μποδίστηκα, (ε)μποδισμένος, και μποδάω μτβ.1. βάζω ή γίνομαι εμπόδιο, δεν επιτρέπω, απαγορεύω.2. η μτχ. παθ. πρκ. μποδισμένος, -η, -ο (για κτήματα), που απαγορεύεται η βόσκηση σ' αυτόν: Μποδισμένο χωράφι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.