(ε)μποδίζω

(ε)μποδίζω
(ε)μποδίζω
εμπόδισα, (ε)μποδίστηκα, (ε)μποδισμένος, και μποδάω μτβ.
1. βάζω ή γίνομαι εμπόδιο, δεν επιτρέπω, απαγορεύω.
2. η μτχ. παθ. πρκ. μποδισμένος, -η, -ο (για κτήματα), που απαγορεύεται η βόσκηση σ' αυτόν: Μποδισμένο χωράφι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μποδίζω — εμποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμποδίζω < ἐμπόδιον] …   Dictionary of Greek

  • εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • αμπόδιστος — η, ο [μποδίζω] ο ανεμπόδιστος* …   Dictionary of Greek

  • μπόδεμα — και αμπόδεμα, το εμπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποδίζω, κατά τα ουδ. σε εμα] …   Dictionary of Greek

  • μπόδισμα — το [μποδίζω] εμπόδισμα, παρεμπόδιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”